-
1 ληρέω
ληρέω, schwatzen, viel u. thöricht, albern reden; τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος Soph. Tr. 435; Ar. Equ. 536 Ran. 923 u. öfter; εἰκὸς σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν Plat. Theaet. 152 a; ληρεῖ καὶ μαίνεται Lys. 205 a; Folgde. Ueber ληρεῖς ἔχων s. ἔχω.
См. также в других словарях:
ληρώ — (Α ληρῶ, έω) [λήρος (Ι)] είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῑν», Πλάτ.) αρχ. (για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ … Dictionary of Greek